Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ζωντανό, το, τα ζωντανά


Ερμηνεία:

[οποιοδήποτε ζώο, ο ανόητος ή χαζός άνθρωπος]



Ετυμολογία:

[Μεσαιων. < ο ζῶν, γεν. του ζῶντος (μετοχ. ενεστ. του ρ. ζάω, ζῶ) < ζωντανός]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.’’’ [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: